- εὐπρόσεδρος
- 2145 εὐπρόσεδρος{прил., 1}постоянный, непрестанный (1Кор. 7:35).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
ευπρόσεδρος — εὐπρόσεδρος, ον (Α) 1. ευπάρεδρος* 2. (για παρθένους) ευσεβής, αφοσιωμένη στον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. ευ + προσ εδρος «ο πλησίον καθήμενος» (< προς + εδρος < έδρα), πρβλ. πάρ εδρος, πρό εδρος] … Dictionary of Greek
εὐπρόσεδρον — εὐπρόσεδρος masc/fem acc sg εὐπρόσεδρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσέδρου — εὐπρόσεδρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)